- ιξούμαι
- ἰξοῡμαι, -όομαι (Α) [ιξός]βλ. ιξώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἱξοῦμαι — ἱκνέομαι come fut ind mid 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιξωτός — ἰξωτός, ή, όν (Μ) [ιξούμαι] αυτός που συλλαμβάνεται με ιξό … Dictionary of Greek
ιξώ — ἰξῶ, όω (ΑΜ) [ιξός] 1. αλείφω με ιξό 2. παθ. ἰξοῡμαι, όομαι συλλαμβάνομαι από ιξό … Dictionary of Greek